- ὑποτροπίῃ
- ὑποτρόπιοςunder the keelfem dat sg (epic ionic)ὑποτροπίηturningfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτροπίη — ἡ, Α φρ. «ὑποτροπίη πολέμοιο» αλλαγή, μεταστροφή στην εξέλιξη τής μάχης (Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὑποτροπή με κατάλ. ίη / ία (πρβλ. ἐντροπή: ἐντροπία)] … Dictionary of Greek
ὑποτροπίην — ὑποτρόπιος under the keel fem acc sg (epic ionic) ὑποτροπίη turning fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)